- ὑπῄει
- ὕπειμι 2iboimperf ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ύπειμι — (I) Α 1. υπεισέρχομαι, εισχωρώ κρυφά 2. καταλαμβάνω αιφνίδια («ἡ τυραννὶς ὡς λάθρᾳ γ ἐλάμβαν ὑπιοῡσά με», Αριστοφ.) 3. (για πρόσ.) αποκτώ με επιτήδειο τρόπο την εύνοια κάποιου («οὕτω γὰρ ὑπῄει τὸ μειράκιον αὐτόν», Πλούτ.) 4. αναχωρώ σιγά σιγά ή… … Dictionary of Greek